- αλοηδάριον
- ἀλοηδάριον, το (Μ) [ἀλόη]καθαρτικό παρασκευασμένο από αλόη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλοηδάριον — purgative prepared from aloes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοηδαρίοις — ἀλοηδάριον purgative prepared from aloes neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοηδάρια — ἀλοηδάριον purgative prepared from aloes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek